Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στρατιωτικός -ή -ό [stratiotikós] Ε1 : 1α. που έχει σχέση με το στρατό ή με το στρατιώτη και γενικότερα με τις ένοπλες δυνάμεις, που ανήκει σε αυτές, που γίνεται από ή για αυτές, που στηρίζεται σε αυτές: Στρατιωτι κή υπηρεσία / θητεία. Στρατιωτικό επάγγελμα. Στρατιωτικό αεροδρόμιο / όχημα / νοσοκομείο. Στρατιωτική βάση / φυλακή / σχολή / στολή. Στρατιωτική επιχείρηση / συμμαχία / βοήθεια / δικτατορία. ~ γιατρός, αξιωμα τικός με ειδικότητα γιατρού. ~ ιερέας, που υπηρετεί μόνιμα στο στρατό. ~ ακόλουθος πρεσβείας. ~ νόμος, που κηρύσσεται σε μια χώρα ή σε μια περιοχή σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, όταν θεωρείται ότι απειλείται η ασφάλεια της χώρας ή του πολιτεύματος, και αναστέλλει θεμελιώδεις διατάξεις του συντάγματος. Στρατιωτική δικαιοσύνη, για αδικήματα που διαπράττουν όσοι υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις. ~ χαιρετισμός, στάση προσοχής με τη δεξιά παλάμη στην άκρη του γείσου του πηλικίου. β. που ταιριάζει σε στρατιώτη ή σε αξιωματικό: Στρατιωτική πειθαρχία, που επιβάλλεται στο στρατό και με επέκταση, η απόλυτη πειθαρχία. Στρατιωτική νοοτροπία. Στρατιωτικό πνεύμα. Kηδεύτηκε με στρατιωτικές τιμές. 2. (ως ουσ.) α. ο στρατιωτικός, μόνιμος αξιωματικός ή υπαξιωματικός όλων των κλάδων των ενόπλων δυνάμεων, (με επέκταση και για τους μη βαθμοφόρους), σε αντιδιαστολή προς τον πολίτη3: Θα γίνει ~. Οι οικογένειες των στρατιωτικών. β. το στρατιωτικό, η στρατιωτική θητεία: Kάνω το ~ μου, υπηρετώ τη θητεία μου. γ. τα στρατιωτικά, η στρατιωτική στολή, σε αντιδιαστολή προς τη λέξη πολιτικά: Φόρεσε (τα) στρατιωτικά (του).
στρατιωτικά ΕΠIΡΡ: Είναι ντυμένος ~. Xαιρέτησε ~. [λόγ. < αρχ. στρατιωτικός (2α: σημδ. γαλλ. militaire)]