Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στρίβω [strívo] -ομαι στις σημ. 2, 3 Ρ4 : 1α.αλλάζω κατεύθυνση ή μέτωπο: Ο δρόμος στρίβει δεξιά. Στο επόμενο στενό στρίψε αριστερά. Έστριψαν στη / τη γωνία και χάθηκαν. β. εκτελώ περιστροφική κίνηση: Tο υδραυλι κό τιμόνι στρίβει πολύ εύκολα. 2α. κάνω κτ. να αλλάξει κατεύθυνση ή μέτωπο: Έστριψα το αυτοκίνητο αριστερά για να αποφύγω τη σύγκρουση. ~ το σώμα μου / το κεφάλι μου δεξιά / αριστερά. β. κάνω κτ. να περιστραφεί: Έστριψα το τιμόνι όλο δεξιά. ~ ένα νόμισμα στον αέρα. 3. κάνω κτ. να στραφεί γύρω από τον πραγματικό ή το νοητό άξονά του: ~ τη βίδα / την κάνουλα. || ~ το μουστάκι μου, ενώνω τις άκρες του με τα δάχτυλά μου. ~ ένα τσιγάρο, κατασκευάζω με τα χέρια μου ένα τσιγάρο με καπνό και με τσιγαρόχαρτο. (έκφρ.) θα σου στρίψω το λαρύγγι* / το καρύδι*. ΦΡ του ΄στριψε (η βίδα), παραφρόνησε, τρελάθηκε: Tου ΄στριψε από τη χαρά / από την απελπισία. || (μππ., για πρόσ.) δύστροπος, ιδιότρο πος, ανάποδος. ΦΡ στριμμένο άντερο*. 4. (οικ.) φεύγω γρήγορα και με τρό πο που να μη γίνω αντιληπτός: Έστριψε μόλις την είδε να έρχεται. Στρίβε!, φύγε, χάσου! ΦΡ το ~, φεύγω γρήγορα και με τρόπο που να μη γίνω αντιληπτός. τα ~ (τα λόγια), αλλάζω τα λόγια μου, αναιρώ ό,τι είπα προηγουμένως.
[μσν. στρίβω < αρχ. στρέφω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. στρεψ- > στριψ- > στριβ- κατά το σχ.: τριψ- (ετριψα) - τρίβω]