Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τράκα 2 η & στράκα η [stráka] Ο25α : (οικ.) ξερός και διαπεραστικός ήχος: Έκανε στράκες με το καμουτσίκι. ΦΡ κάνω τράκες / στράκες, προκαλώ εντύπωση, έχω μεγάλες επιτυχίες: Kάνει τράκες με το καινούριο του κοστούμι.
[ηχομιμ. τρακ (πρβ. τράκα τρούκα) -α· ανάπτ. αρχικού [s] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-tr > tistr > tis-str] ]
- τρακατρούκα η [trakatrúka] & στρακαστρούκα η [strakastrúka] Ο25α : είδος μικρού πυροτεχνήματος που προκαλεί, με διαδοχικές εκρήξεις, δυνατό θόρυβο: Tη νύχτα της Aνάστασης χαλούσε ο κόσμος από τα βαρελότα και τις τρακατρούκες που έριχνε ο κόσμος.
[ουσιαστικοπ. του ηχομιμ. τράκα τρούκα· ανάπτ. προτακτ. [s] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-tra > tistra > tis-stra] ]