Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στομώνω [stomóno] Ρ1α μππ. στομωμένος : 1. για κοπτικό εργαλείο που από την πολλή χρήση γίνεται λιγότερο κοφτερό, που αμβλύνεται: Στόμωσε το μαχαίρι. || κάνω κτ. να γίνει λιγότερο κοφτερό. 2. (μτφ., λογοτ.) για κτ. που χάνει την οξύτητά του ή την ικανότητά του: Στόμωσε ο νους / η σκέψη. || κάνω κτ. λιγότερο οξύ: Ο φόβος στομώνει τη γλώσσα.
[μσν. στομώνω < αρχ. στομ(ῶ) -ώνω `φιμώνω, σκληραίνω το σίδερο σε ατσάλι΄]