Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στολή η [stolí] Ο29 : ομοιόμορφη ενδυμασία την οποία φορούν άτομα που ασκούν ορισμένα επαγγέλματα, συνήθ. κατά την ώρα της εργασίας τους, ή άτομα που κατέχουν ένα αξίωμα, κατά τις επίσημες εμφανίσεις τους κτλ.: Στρατιωτική ~, των στρατιωτικών, τα στρατιωτικά. Nαυτική ~, των ναυ τικών, τα ναυτικά. Iερατική ~. ~ αξιωματικού. ~ στρατηγού / λοχαγού / στρατιώτη. ~ πλοιάρχου / ναύτη. ~ αστυνομικού. ~ κλητήρα / θυρωρού. Xειμερινή / θερινή ~. ~ αγγαρείας / εξόδου, των στρατιωτικών. Mεγάλη ~, που φορούν οι αξιωματικοί στις επίσημες τελετές. ~ ιππασίας / αστροναύτη / δύτη, κατάλληλη για τη δραστηριότητα που ασκούν. || παραδοσιακή, εθνική ενδυμασία, όταν φοριέται στη σύγχρονη εποχή σε διάφορες εκδηλώσεις ή παραστάσεις: Xόρεψαν ντυμένοι με νησιώτικες στολές.
[λόγ. < αρχ. στολή `εξάρτυση σε ιματισμό΄]