Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στημόνι
3 εγγραφές [1 - 3]
στημόνι το [stimóni] Ο44 : το σύνολο των κατά μήκος του αργαλειού παράλληλα τοποθετημένων νημάτων, ανάμεσα στα οποία πλέκεται κάθετα το υφάδι.

[αρχ. στημόνιον υποκορ. του στήμων]

στημονιάζω [stimonázo] -ομαι Ρ2.1 : τοποθετώ το στημόνι στον αργαλειό.

[στημόν(ι) -ιάζω]

στημόνιασμα το [stimónazma] Ο49 : η τοποθέτηση του στημονιού στον αργαλειό.

[στημονιασ- (στημονιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες