Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στερεότυπος 1 -η -ο [stereótipos] Ε5 : 1. (φιλολ., για κείμενο ιδ. αρχαίο ελληνικό ή λατινικό) που έχει τυπωθεί χωρίς ερμηνευτικά σχόλια ή περικοπές: Οι στερεότυπες εκδόσεις της Λιψίας / της Οξφόρδης. 2. που έχει σχέ ση με τη στερεοτυπία 1· στερεοτυπικός: Στερεότυπη έκδοση. || (τυπ., ως ουσ.) το στερεότυπο, η ειδική μήτρα στην οποία χύνεται το μέταλλο κατά τη μέθοδο της στερεοτυπίας 1.
[λόγ. < γαλλ. stéréotype < stéréo- = στερεο- + -type < αρχ. τύπος `αποτύπωμα΄]
- στερεότυπος 2 -η -ο : που γίνεται ή που εμφανίζεται πάντα με την ίδια μορφή, που επαναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο: Στερεότυπη ερώτηση / απάντηση / φράση / ενέργεια / συμπεριφορά. Στερεότυπα περιστατικά / συναισθήματα. || (ως ουσ.) το στερεότυπο: α. στερεότυπη ενέργεια, συμπεριφορά ή στερεότυπο περιστατικό: Mελέτη / ανάλυση των στερεοτύπων. Kοινωνικά / ατομικά στερεότυπα. β. η στερεοτυπία 2.
[λόγ. < γαλλ. stéréotype (δες στερεότυπος 1)]