Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στεγανός -ή -ό [steγanós] Ε1 : 1. (για στερεό σώμα) που δεν μπορούν να τον διαπεράσουν υγρά, ιδίως το νερό, ή και αέρια: Tο ταβάνι έχει υγρασία, γιατί η ταράτσα δεν είναι εντελώς στεγανή. ~ τοίχος. Στεγανή στολή δύτη / επένδυση σήραγγας / ηλεκτρική εγκατάσταση. || (ως ουσ.) τα στεγανά, μέρη του πλοίου που είναι έτσι κατασκευασμένα, ώστε το νερό να μην περνά από το ένα στο άλλο. 2. (μτφ.) που χωρίζει απόλυτα δυο τμήματα ιδίως ορισμένης ανθρώπινης δραστηριότητας: Nα μη βάζουμε στεγανά όρια ανάμεσα στην επιστήμη και στη ζωή. || (ως ουσ.) τα στεγανά, για τμήμα οργανισμού, υπηρεσίας κτλ. τις δραστηριότητες του οποίου λίγοι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να επηρεάζουν ή να γνωρίζουν: Όχι στα στεγανά του κρατικού μηχανισμού / των ενόπλων δυνάμεων. Tα πάντα αποφασίζονται στα στεγανά των ηγετικών κλιμακίων.
στεγανά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. στεγανός]