Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σταφύλι το [stafíli] Ο44 : ο καρπός του κλήματος, το σύνολο από ρώγες που κρέμονται με διακλαδώσεις από ένα κεντρικό κοτσάνι: Άσπρο / μαύρο / ροζακί ~. Kόβω και μαζεύω τα ώριμα σταφύλια. Σταφύλια για κρασί. Επιτραπέζια σταφύλια. (έκφρ.) (κρέμονται) σαν ~, για πολλά όμοια αντικείμενα που είναι συγκεντρωμένα και διατεταγμένα όπως οι ρώγες του σταφυλιού. ΦΡ περσινά* ξινά σταφύλια.
[μσν. σταφύλιν < ελνστ. σταφύλιον υποκορ. του αρχ. σταφυλή]
- σταφυλιά η [stafilá] Ο24 : (σπάν.) η κληματαριά.
[σταφύλ(ι) -ιά]
- σταφυλικός 1 -ή -ό [stafilikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη σταφυλή. || (γλωσσ.) ~ φθόγγος: Tο γαλλικό [r] είναι ~ φθόγγος.
[λόγ. σταφυλ(ή) -ικός μτφρδ. γαλλ. uvulaire]
- σταφυλικός 2 -ή -ό : που έχει σχέση με το σταφύλι. || (χημ.): Σταφυλικό οξύ.
[λόγ. αρχ. σταφυλ(ή) (στη σημ.: `σταφύλι΄, δες λ.) -ικός μτφρδ. γαλλ. racémique]
- σταφυλίτης ο [stafilítis] Ο10 : η σταφυλή.
[λόγ. σταφυλ(ή) -ίτης μτφρδ. γαλλ. staphylin `που αναφέρεται στη σταφυλή΄ (διαφ. το ελνστ. σταφυλίτης `ο προστάτης των σταφυλιών, δηλ. ο Διόνυσος΄)]
- σταφυλίτιδα η [stafilítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή της σταφυλής.
[λόγ. < γαλλ. staphylite < αρχ. σταφυλ(ή) -ite = -ίτις > -ίτιδα]