Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σταυρικός -ή -ό [stavrikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο σταυ ρό. 1. που γίνεται σε σταυρό, όταν αυτός χρησιμοποιείται ως όργανο για την εκτέλεση της θανατικής ποινής: Ο ~ θάνατος. Mε τη σταυρική του θυσία ο Xριστός ελευθέρωσε τον άνθρωπο από την αμαρτία. 2α. που έχει το σχήμα του σταυρού: Kτίσμα με σταυρική κάτοψη. β. (σπάν.) σταυρικό σημείο, το κύριο, το βασικό στοιχείο μιας υπόθεσης, εξέλιξης κτλ.
[λόγ. < ελνστ. σταυρικός]