Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στασιάζω
1 εγγραφή
στασιάζω [stasiázo] Ρ2.1α : αντιδρώ ομαδικά και με τρόπο βίαιο σε μια νόμιμη πολιτική ή στρατιωτική εξουσία, αρνούμενος να υπακούσω σ΄ αυτήν: Tο πλήρωμα στασίασε κατά του καπετάνιου.

[λόγ. < αρχ. στασιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες