Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στασιάζω [stasiázo] Ρ2.1α : αντιδρώ ομαδικά και με τρόπο βίαιο σε μια νόμιμη πολιτική ή στρατιωτική εξουσία, αρνούμενος να υπακούσω σ΄ αυτήν: Tο πλήρωμα στασίασε κατά του καπετάνιου.
[λόγ. < αρχ. στασιάζω]