Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σιταρένιος -α -ο [sitarénos] & σταρένιος -α -ο [starénos] Ε4 : που είναι παρασκευασμένος από σιτάλευρο: Σιταρένιο ψωμί. Σιταρένια παξιμάδια.
[μσν. σιταρένιος < σιτάρ(ι) -ένιος· συγκ. του άτ. [i] κατά το σιτάρι > στάρι]