Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σταθμά τα [staθmá] Ο38 : μεταλλικό αντικείμενο καθορισμένου βάρους με χαραγμένη συνήθ. την ένδειξη, που τοποθετείται στον ένα από τους δύο δίσκους μιας ζυγαριάς για τη μέτρηση του βάρους του αντικειμένου που τοποθετείται στον άλλο δίσκο· ζύγια. ΦΡ δύο μέτρα* και δύο ~.
[λόγ. < αρχ. σταθμά]
- σταθμαρχείο το [staθmarxío] Ο39 : το γραφείο του σταθμάρχη1.
[λόγ. σταθμάρχ(ης) -είον]
- σταθμάρχης ο [staθmárxis] Ο10 : 1. ο επικεφαλής ενός σταθμού: α. σιδηροδρομικού, σταθμού λεωφορείων κτλ. β. σταθμού χωροφυλακής. 2. ~ της ΣIA, ο επικεφαλής του κλιμακίου της σε μια χώρα.
[λόγ. σταθμ(ός) -άρχης]