Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στέρνα η [stérna] Ο25 : κατασκευή, είδος χτιστής δεξαμενής, που χρησιμοποιείται για αποθήκευση υγρών, ιδίως νερού: Mαζεύουν το νερό της βροχής σε στέρνες. Πήρε νερό από τη ~. Bυζαντινές θολωτές στέρνες. ~ με χρυσόψαρα.
[μσν. στέρνα < κιστέρνα (που ίσως θεωρήθηκε κι η στέρνα) < λατ. cisterna]