Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στέκομαι
1 εγγραφή
στέκομαι [stékome] Ρ αόρ. στάθηκα, απαρέμφ. σταθεί, μπε. στεκούμενος* και (λαϊκότρ.) στεκάμενος* : 1. παύω να κινούμαι, να βαδίζω· σταματώ: Mη στέκεσαι στη μέση του δρόμου. Στέκονται και την κοιτάνε όλοι όταν περνάει. ΦΡ στέκεται ο νους μου, τα χάνω, δεν μπορώ να σκεφτώ. όπου βρεθώ κι όπου σταθώ, παντού και πάντοτε: Όπου βρεθώ κι όπου σταθώ αυτές τις μέρες σκέφτομαι πόση δουλειά έχω. μου στέκεται, για γυναίκα που δέχεται τις ερωτικές μου προτάσεις. στέκεται με τα χέρια σταυρωμένα*. κτ. μου στέκεται στο λαιμό, δεν μπορώ να το καταπιώ: Mου στάθηκε ένα κόκαλο στο λαιμό. κάποιος μου στέκεται στο λαιμό, δεν τον συμπαθώ. || (στην προστ.) περίμενε ή άκου: Στάσου να σου πω. α. κάνω στάση: Σταθήκαμε λίγο για να ξεκουραστούμε. Tο τρένο δε στέκεται σ΄ αυτό το σταθμό. β. μένω, παραμένω κάπου: Γυρίζοντας από το Λονδίνο θα σταθώ λίγες μέρες στο Παρίσι. γ. εξακολουθώ να ασχολούμαι με κτ: Nα σταθούμε ακόμα λίγο σ΄ αυτό το θέμα. δ. δεν κάνω τίποτε, μένω αδρανής: Tι στέκεσαι; απάντησέ μας / κάνε κτ. 2. είμαι όρθιος: Kάτσε· μη στέκεσαι. Ο μαγαζάτορας στεκόταν μπροστά στην πόρτα του μαγαζιού του. Ο φρουρός στέκεται σε στάση προσοχής. (πλεοναστικά) ~ όρθιος / στα πόδια μου και ως εκφράσεις για κπ. που ξεπερνάει μια δοκιμασία και καταφέρνει να στηριχτεί στις δικές του δυνάμεις: Ίσα που ~ όρθιος, είμαι πολύ κουρασμένος. Xρειάζεται βοήθεια για να σταθεί επαγγελματικά στα πόδια του. Άργησε να σταθεί στα πόδια της ύστερα από την τελευταία περιπέτεια της υγείας της. ~ ακόμα όρθιος, αντέχω, παρά τις αντιξοότητες. || Στην κορυφή του λόφου στέκεται ένας πύργος, υψώνεται. (έκφρ.) ~ σούζα* / κλαρίνο* / προσοχή*. ΦΡ ~ στο πλάι* / στο πλευ ρό* κάποιου ή ~ πλάι* / δίπλα* σε κπ. ~ στο πόδι κάποιου, τον αντικαθι στώ. στέκεται καλά κάποιος, βρίσκεται σε καλή κατάσταση ιδίως από άπο ψη υγείας ή οικονομικής κατάστασης: Παρά τα χρόνια της στέκεται ακόμη καλά. Tώρα τελευταία δε στέκεται και πολύ καλά, τρελάθη κε ή έχει αρχίσει να χάνει τα λογικά του. στέκεται καλά κτ., ταιριάζει, είναι όπως πρέπει: Tο φόρεμα δε στέκεται καλά πάνω σου. στέκεται / στηρί ζεται στον αέρα*. 3. (στο γ' πρόσ.) είναι σωστό, δίκαιο, ισχύει: Δε στέκεται αυτό που λες. Δε στέκεται να δουλεύει η γυναίκα κι ο άντρας να κάθε ται. 4. (μτφ., ιδ. συνδετικό) είμαι και ιδίως διαπιστώνεται ότι είμαι: Στάθη κε πολύ τυχερός στη ζωή του. Tα αγγλικά μού στάθηκαν πολύ χρήσιμα. α. συμπεριφέρομαι με ορισμένον τρόπο: Στάθηκε (σαν) αληθινός πατέρας για τα ορφανά. Στάθηκε κάποιος δειλός / ανίκανος. || ~ εμπόδιο σε κπ., τον εμποδίζω, του φέρνω δυσκολίες και δεν του επιτρέπω να πραγματοποιήσει αυτό που επιδιώκει: Δε θέλω να σταθώ εμπόδιο στη σταδιοδρομία σου. β. ανταποκρίνομαι στις υποχρεώσεις μου: Δεν μπόρεσε να σταθεί ως καθηγητής σε τάξη. (έκφρ.) ~ στο ύψος* μου. ~ στο ύψος* των περιστάσεων.

[στέκ(ω) -ομαι αναλ. προς τα κάθομαι, έρχομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες