Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σοφιστής ο [sofistís] Ο7 : 1. (φιλοσ.) διανοητής ή φιλόσοφος στην αρχαία Ελλάδα που δίδασκε, με αμοιβή, ρητορική και πολιτική: H ανθρωποκεντρική διδασκαλία των σοφιστών. || στην αρχαία ελληνική γραμματεία, και για συγγραφείς επιδεικτικών λόγων και διδασκάλους ρητορικής του 2ου μ.X. αι. 2. (προφ.) ως μειωτικός χαρακτηρισμός προσώπου που χρησιμοποιεί σοφίσματα ή σοφιστείες.
[λόγ. < αρχ. σοφιστής (αρχική σημ.: `γνώστης της τέχνης του΄)]