Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σουραύλι το [surávli] Ο44 : ποιμενικό πνευστό μουσικό όργανο από καλάμι ή αναλόγου σχήματος μακρύ κούφιο κύλινδρο με επιστόμιο συνήθ. λοξά κομμένο.
[μσν. σουραύλιον ίσως < συμφυρ. αρχ. σῦρ(ιγξ) `φλογέρα΄ + αυλ(ός) -ιον ( [i] ( [y] ) > u] από επίδρ. του [r] )]