Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σουαρέ
1 εγγραφή
σουαρέ το [suaré] Ο (άκλ.) : (παρωχ. ή κάπως ειρ.) βραδινή συγκέντρωση για διασκέδαση· (πρβ. εσπερίδα, βεγγέρα).

[λόγ. < γαλλ. soirée]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες