Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
150 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σου 1 το [sú] Ο (άκλ.) : (προφ.) το γράμμα σίγμα.
[από το φθόγγο που συνήθ. συμβολίζει το γράμμα σίγμα με προσθήκη φων. για δημιουργία συλλαβής αναλ. προς τα πρώτα σύμφ. της σειράς βου 1, γου]
- σου 2 το : είδος γλυκίσματος.
[λόγ. < γαλλ. chou]
- σου μου του τα [súmútú] Ο (άκλ.) : (προφ.) για να δηλώσουμε τις αντιρρήσεις ή τις δικαιολογίες που εκφράζει ο συνομιλητής μας σε κτ. που του λέμε ή που του ζητάμε: Πήγα να του ζητήσω να μου επιστρέψει τα δανεικά κι αυτός μου άρχισε τα ~.
[ουσιαστικοπ. γεν. της άτ. προσ. αντων. (δες εσύ, εγώ, αυτός)]
- σουαρέ το [suaré] Ο (άκλ.) : (παρωχ. ή κάπως ειρ.) βραδινή συγκέντρωση για διασκέδαση· (πρβ. εσπερίδα, βεγγέρα).
[λόγ. < γαλλ. soirée]
- σουαχίλι η [suaxíli] Ο (άκλ.) : (γλωσσ.) γλώσσα που μιλιέται στην ανατολική Aφρική και συγκεκριμένα σε μια περιοχή που εκτείνεται από την Kένυα ως την Tανζανία.
[λόγ. < αγγλ. Swahili < αραβ. sawāhilīy]
- σουβάς ο [suvás] Ο1 : (προφ.) σοβάς.
[τουρκ. suva (& sova) -ς]
- σουβατεπί το [suvatepí] Ο43 : (προφ.) σοβατεπί.
[τουρκ. suvadipi (& sovadipi) ( [d > t] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.)]
- σουβατζής ο [suvadzís] Ο8 : (προφ.) σοβατζής.
[τουρκ. suvacι (& sovacι) -ς]
- σουβατίζω [suvatízo] -ομαι & σουβαντίζω [suvadízo] -ομαι Ρ2.1 : (προφ.) σοβατίζω.
[< σοβατίζω, σοβαντίζω κατά το σουβάς]
- σουβάτισμα το [suvátizma] & σουβάντισμα το [suvádizma] Ο49 : (προφ.) σοβάτισμα.
[σουβατισ- (σουβατίζω), σουβαντισ- (σουβαντίζω) -μα]