Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σμπαράλια
3 εγγραφές [1 - 3]
σμπαράλια τα [zbarála] Ο44 : (οικ.) μόνο στις εκφράσεις κάνω κπ. ~, του προκαλώ μεγάλη σωματική ή ψυχική φθορά. κάνω κτ. ~, το κάνω κομμάτια, θρύψαλα, συντρίμμια. γίνομαι ~: α. γίνομαι κομμάτια, θρύψαλα: Έπεσε κάτω το ποτήρι και έγινε ~. β. γίνομαι ερείπιο, διαλύομαι από κούραση, αρρώστια, στενοχώρια κτλ.

[παλ. ιταλ. θηλ. sbaraglia `σκόρπισμα΄ που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]

σμπαραλιάζω [zbaralázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) 1. προκαλώ μεγάλη σωματική ή ψυχική φθορά σε κπ.: Tον σμπαράλιασε η γρίπη, τον εξασθένισε, τον διέλυσε. Είμαι / νιώθω σμπαραλιασμένος. Tα νεύρα μου είναι σμπαραλιασμένα. 2. κάνω κτ. κομμάτια, συντρίμμια, θρύψαλα: Tο σμπαράλια σες το αυτοκίνητο. || Σμπαράλιασε η υπηρεσία, αποδιοργανώθηκε.

[σμπαράλ(ια) -ιάζω]

σμπαράλιασμα το [zbarálazma] Ο49 : (οικ.) το αποτέλεσμα του σμπαραλιάζω.

[σμπαραλιασ- (σμπαραλιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες