Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκόνη η [skóni] Ο30α : 1α. χώμα ξεραμένο, το οποίο με την τριβή έχει μετατραπεί σε πολύ μικρούς, σχεδόν αόρατους, κόκκους: ~ αιωρείται στον αέρα. Tο διαμέρισμα έχει γεμίσει ~. Tινάζω τη ~. Σηκώθηκε σύννεφο η ~. β. κάθε στερεή ουσία που έχει μετατραπεί με την αποξήρανση και την τριβή σε πολύ μικρούς κόκκους: Γάλα / σοκολάτα ~. Σαπούνι σε ~. Σκόνες καθαρισμού, απορρυπαντικά σε σκόνη. 2. (μτφ.) για δήλωση τέλειας καταστροφής και διάλυσης, κυρίως στις εκφράσεις κάνω κπ. ~, τον εκμηδενίζω, καταρρίπτω όλα του τα επιχειρήματα. κάνω κτ. ~: Έκανε ~ τη συλλογιστική του.
[μσν. σκόνη < αρχ. κόν(ις) -η με ανάπτ. προτακτ. [s] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-ko > tisko > tis-sko] ]