Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκυλεύω
1 εγγραφή
σκυλεύω [skilévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : 1. απογυμνώνω νεκρό στρατιώτη από τα όπλα του. || (επέκτ.): Άνοιξαν τους τάφους και σκύλευσαν τους νεκρούς. 2. (μτφ.) λεηλατώ: Οι ιδέες του σκυλεύθηκαν από τους αντιπάλους.

[λόγ. < αρχ. σκυλεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες