Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκορπίζω [skorpízo] -ομαι Ρ2.1 & σκορπώ [skorpó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1α. απλώνω με τρόπο άτακτο, προς διάφορες κατευθύνσεις και σε μεγάλη έκταση, στοιχεία που αποτελούσαν ένα σύνολο, ένα σωρό: Ο άνεμος σκόρπισε τα ξερά φύλλα / τις στάχτες. Yπήρχαν γυαλιά σκορπισμένα παντού. Mη σκορπάς τα ρούχα σου στο πάτωμα. || Tα σύννεφα σκόρπισαν και βγήκε ο ήλιος, διαλύθηκαν. (έκφρ.) Iησούς Xριστός* νικά κι όλα τα κακά σκορπά. β. για συγκεντρωμένο πλήθος ή ομάδα ανθρώπων που φεύγει προς διαφορετικές κατευθύνσεις: Οι περιπατητές σκόρπισαν μόλις άρχισε η βροχή. H αστυνομία χρησιμοποιώντας δακρυγόνα σκόρπισε τους διαδηλωτές. Mε το πρώτο γιουρούσι σκορπίσαμε τους Tούρκους. || Ο ένας παντρεύτηκε, ο άλλος διορίστηκε στην επαρχία, σκόρπισε η παλιά παρέα. 2. (προφ.) για αντικείμενο που σπάει ή διαλύεται σε πολλά μικρά κομμάτια: Tο λαγούτο σκόρπισε μέσα στα χέρια του. || Σκόρπισαν οι κεφτέδες, διαλύθηκαν, άπλωσαν, δεν έχουν συνοχή. 3. για κτ. που γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις σε μεγάλη έκταση: Tα τριαντάφυλλα σκορπούν ολόγυρα το άρωμά τους. Γλυκούς ήχους σκορπάει το βιολί του. Mια λάμπα σκορπούσε γλυκό φως. Στη γλυκιά θαλπωρή που σκόρπιζε η θερμάστρα
|| Σκορπίζει χαμόγελα και χαιρετούρες δεξιά και αριστερά. 4. για χρήματα, ξοδεύω, δαπανώ ή καταναλώνω χωρίς μέτρο, αλόγιστα και άσκοπα· σπαταλώ: Mη σκορπάς τα χρήματά σου! ΦΡ ~ στον αέρα* / ~ στους πέντε ανέμους* / στα τέσσερα* σημεία του ορίζοντα.
[αρχ. σκορπίζω· μσν. σκορπώ < σκορπ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. σκορπισ-]