Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκιάδιο το [skiáδio] Ο40 : (λόγ.) είδος πλατύγυρου ψάθινου καπέλου το οποίο προστάτευε από τον ήλιο.
[λόγ. < ελνστ. σκιάδειον (και σφαλερή γραφή σκιάδιον), αρχ. σημ.: `προστατευτικό για τον ήλιο΄]