Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκηνοθεσία η [skinoθesía] Ο25 : 1. η σκηνική, κινηματογραφική ή τηλεοπτική πραγμάτωση ενός λυρικού ή δραματικού έργου ή ενός σεναρίου, η οποία συνίσταται στη γενική σύλληψη καθώς και στην επιλογή, διεύθυνση και καθοδήγηση όλου του τεχνικού και καλλιτεχνικού δυναμικού: Tο έργο ανέβηκε σε ~ Δημήτρη Ροντήρη. 2. (μτφ.) προετοιμασία και εκτέλεση μιας πράξης η οποία αποβλέπει στην ενοχοποίηση ή εξαπάτηση κάποιου: Mην τον πιστεύεις· ~ ήταν η δήθεν αρρώστια του.
[λόγ. σκηνοθέ(της) -σία μτφρδ. γαλλ. mise en scène]