Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκηνοθέτης
1 εγγραφή
σκηνοθέτης ο [skinoθétis] Ο10 θηλ. σκηνοθέτρια [skinoθétria] Ο27 : αυτός που κατ΄ επάγγελμα ή και ερασιτεχνικά σκηνοθετεί ένα θεατρικό, κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό έργο: ~ θεάτρου / κινηματογράφου. Kαρέκλα / πολυθρόνα του σκηνοθέτη, είδος πάνινου καθίσματος με ξύλινο σκελετό.

[λόγ. σκην(ή) 1 -ο- + -θέτης μτφρδ. γαλλ. metteur en scéne· λόγ. σκηνοθέ(της) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες