Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκαρμός ο [skarmós] Ο17 : ξύλινος ή μεταλλικός πάσσαλος στην κουπαστή της βάρκας, όπου δένεται το κουπί με θηλιά.
[μσν. σκαρμός < αρχ. σκαλμός με ανομ. τρόπου άρθρ. [lm > rm] ]