Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκαντζόχοιρος ο [skandzóxiros] Ο20 : μικρόσωμο θηλαστικό, εντομοφάγο και νυκτόβιο, του οποίου η ράχη καλύπτεται από τρίχες σκληρές σαν αγκάθια: Ο ~, όταν νομίζει ότι απειλείται, κουβαριάζεται και μοιάζει με αγκαθωτή μπάλα. Σαν ~, για άνθρωπο με σκληρά, κοντά και όρθια μαλλιά: Πώς σε κούρεψε έτσι, σαν σκαντζόχοιρο;
σκαντζοχοιράκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. σκαντζόχοιρος < κανθόχοιρος με τροπή [nθ > ndz] και ανάπτ. προτακτ. [s] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tus-ka > tuska > tus-ska] < ελνστ. ἀκανθόχοιρος με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]