Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκανδαλώδης
1 εγγραφή
σκανδαλώδης -ης -ες [skanδalóδis] Ε11 : που έχει το χαρακτήρα σκανδάλου, που προκαλεί τη γενική αγανάκτηση ή κατακραυγή: ~ συμπεριφορά / ενέργεια / επέμβαση. σκανδαλωδώς ΕΠIΡΡ: Παραβίασε ~ το νόμο.

[λόγ. < ελνστ. σκανδαλώδης (προφ.: [nd] ) `γεμάτος εμπόδια΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· λόγ. σκανδαλώδ(ης) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες