Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκίζω [skízo] -ομαι & σχίζω [s
ízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. δημιουργώ ένα κατά μήκος άνοιγμα, τραβώντας με τα χέρια κατά τη φορά των ινών και προς την αντίθετη κατεύθυνση τις δύο πλευρές χαρτιού, υφάσματος ή άλλου ανάλογου υλικού: Θα σκίσω μια σελίδα από το τετράδιο. Όταν χώρισαν έσκισε όλα τα γράμματά του. Έσκισε μια λουρίδα από το πουκάμισό του και έδεσε την πληγή. Πιάστηκα σ΄ ένα καρφί και έσχισα το παλτό μου. Σκίστηκε το φόρεμά σου. Aυτό το χαρτί δε σκίζεται εύκολα. || Ο αέρας έσκισε τα πανιά του πλοίου, τα κουρέλιασε. Εμφανίστηκε μπροστά μου με σκισμένα ρούχα, κουρελιασμένα. β. για ξύλο, το κόβω κατά μήκος με πριόνι, τσεκούρι ή άλλο εργαλείο. 2. για επιφάνεια στην οποία δημιουργείται ρωγμή: H γη σκίστηκε κάτω από τα πόδια του. Ο βράχος σκίστηκε κάτω από τα πόδια του. Mια πέτρα τού έσκισε το φρύδι. Έσκισε με μαχαίρι τα λάστιχα του αυτοκινήτου μου. || προκαλώ έναν τραυματισμό που μοιάζει με σκίσιμο: Tα αγκάθια τού έσκισαν τα χέρια. 3. (μτφ.) α. Tο καράβι έσκιζε τα κύματα. Tα χελιδόνια σκίζουν τον αέρα. Mια αστραπή έσκι σε το σκοτάδι. ΦΡ σκίζεται η καρδιά μου, λυπάμαι, στενοχωριέμαι πάρα πολύ. β. (οικ.) β1. πετυχαίνω μεγάλη νίκη· θριαμβεύω: Έσκισε η ομάδα μας στο πρωτάθλημα. Σκίσαμε στις εξετάσεις. Σας σκίσαμε στο μπάσκετ. || ως έκφραση απειλής: Θα σε σκίσω! Θα σε σκίσω σαν σαρδέλα. ΦΡ έσκι σε τη γάτα*. β2. (παθ.) καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια: Σκίζεται κάθε φορά για να με περιποιηθεί. Σκίστηκε να με βοηθήσει. [μσν. σκίζω < αρχ. σχίζω με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] · λόγ. < αρχ. σχίζω]