Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιτοδεία
1 εγγραφή
σιτοδεία η [sitoδía] Ο25 : έλλειψη σιτηρών που παρατηρείται ύστερα από καταστροφή της σοδειάς: Εποχή σιτοδείας.

[λόγ. < αρχ. σιτοδεία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες