Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σιτοβολώνας ο [sitovolónas] Ο2 : χώρα ή περιοχή που παράγει μεγάλες ποσότητες σιτηρών και τροφοδοτεί πολύ ευρύτερες περιφέρειες: H Θεσσαλία είναι ο ~ της Ελλάδας.
[λόγ. < ελνστ. σιτοβολών, αιτ. -ῶνα `σιταποθήκη΄ σημδ. γαλλ. grenier]