Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σιτιστής ο [sitistís] Ο7 : (στρατ.) στρατιώτης ή κατώτερος βαθμοφόρος, που βοηθάει το λοχαγό στην οικονομική και λογιστική υπηρεσία μιας στρατιωτικής μονάδας: ~ λόχου / ίλης. Bοηθός σιτιστή.
[λόγ. < ελνστ. σιτιστής `που παχαίνει πουλερικά΄ κατά τη σημ. του σιτίζω]