Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σιτεύω [sitévo] Ρ5.2α μππ. σιτεμένος : για κρέας που έχει γίνει τρυφερό, αφού έμεινε μερικές μέρες αμαγείρευτο. || (προφ., ειρ.) για άνθρωπο μεγάλης ηλικίας.
[αρχ. σιτεύω `ταΐζω, παχαίνω κπ.΄]