Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σιδηρόδρομος ο [siδiróδromos] Ο19 : I1. χερσαίο συγκοινωνιακό και μεταφορικό μέσο που αποτελείται από βαγόνια και κινείται πάνω σε σιδηροτροχιές· τρένο: Aτμοκίνητος / ηλεκτροκίνητος ή ηλεκτρικός ~. Οδοντωτός* ~. Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδας (ΟΣΕ). Θα ταξιδέψεις με το αεροπλάνο ή με το σιδηρόδρομο; || Εναέριος ~. 2. (μτφ., πειραχτι κά) για πολυσύλλαβη λέξη, όνομα κτλ. II. μεταλλική ράβδος επάνω στην οποία είναι προσαρμοσμένο ένα αντικείμενο, έτσι ώστε να κινείται ελεύθερα από τη μία άκρη της ως την άλλη: ~ για κουρτίνες / για προβολείς.
[λόγ. σιδηρο- + -δρομος μτφρδ. γαλλ. chemin de fer ή γερμ. Εisenbahn]