Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σιδηρουργία η [siδirurjía] Ο25 : α. σύνολο τεχνικών μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή και την κατεργασία του σιδήρου. β. βιομηχανία κατεργασίας σιδήρου.
[λόγ. < ελνστ. σιδηρουργία (στη σημ. α)]