Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σεφ
2 εγγραφές [1 - 2]
σεφ ο [séf] Ο (άκλ.) : ο αρχιμάγειρος.

[λόγ. < γαλλ. chef]

σεφτές ο [seftés] Ο13 : στην έκφραση κάνω σεφτέ, για την πρώτη αγοραπωλησία της ημέρας.

[τουρκ. sift(ah) (από τα αραβ.) -ές με τροπή [si > se] ή ίσως από τουρκ. διάλ. των Βαλκανίων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες