Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σεκλέτι το [sekléti] Ο44 : (λαϊκ.) στενοχώρια, καημός, συνήθ. ερωτικός: Tον έφαγε το ~. Έχω πολλά σεκλέτια. Mαράζωσε απ΄ το ~.
[τουρκ. sιklet (από τα αραβ.) -ι με τροπή [si > se] ]
- σεκλετίζω [sekletízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκ.) προκαλώ σε κπ. στενοχώρια, τον θλίβω, τον κάνω να υποφέρει: Mη σεκλετίζεσαι! Πολύ σεκλετισμένο σε βλέπω σήμερα.
[σεκλέτ(ι) -ίζω]