Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σεισμικός
1 εγγραφή
σεισμικός -ή -ό [sizmikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο σεισμό, ή που προέρχεται από αυτόν: Σεισμικά φαινόμενα. Σεισμικό ρήγμα. Σεισμική ζώνη. Kαταγράφηκε σεισμική δόνηση μεγέθους 5,4 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ.

[λόγ. < γαλλ. séismique < αρχ. σεισμ(ός) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες