Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σεζόν η [sezón] Ο (άκλ.) : χρονική περίοδος που χαρακτηρίζεται από μια συγκεκριμένη δραστηριότητα και που σε γενικές γραμμές ανταποκρίνεται σε κάποια από τις τέσσερις εποχές του έτους: Xειμερινή / καλοκαιρι νή ~. Ξενοδοχεία που λειτουργούν μόνο κατά τη θερινή ~. Άρχισε η νέα θεατρική ~. Ξεπούλημα λόγω τέλους της ~, τέλους εποχής.
[λόγ. < γαλλ. saison]