Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σεγκόντο
1 εγγραφή
σεγκόντο το [segóndo] & σεκόντο το [sekóndo] Ο39 : η δεύτερη φωνή σε διωδία ή σε τετραωδία: Kάνω / κρατώ ~, και μτφ. υποστηρίζω με έμμεσο τρόπο την άποψη κάποιου, παίρνω το μέρος του.

[βεν. segondo < ιταλ. secondo· ιταλ. secondo]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες