Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σατραπεία η [satrapía] Ο25 : διοικητική περιφέρεια του αρχαίου περσικού κράτους. || το αξίωμα του σατράπη και ο χρόνος της θητείας του.
[λόγ. < αρχ. σατραπεία]