Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σαρώνω [saróno] -ομαι Ρ1 : 1. (παρωχ.) σκουπίζω1. 2. (μτφ.) α. καθώς κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα, παρασέρνω με βιαιότητα ό,τι συναντήσω στο πέρασμά μου και το καταστρέφω, το αφανίζω: Tο κύμα σάρωνε την ακτή. Ο άνεμος σάρωνε τα δέντρα. H χώρα σαρώνεται από ανεμοθύελλες. || (ηλεκτρον.): Οι δέσμες σαρώνουν την οθόνη, γίνεται σάρωση της εικόνας. β. για εντυπωσιακή επιτυχία, ως προς τον αριθμό των βραβείων, το μέγεθος του σκορ κτλ., σε μια συγκεκριμένη αναμέτρηση: H ταινία σάρωσε όλα τα βραβεία στο φεστιβάλ. Σαρώσαμε στις εκλογές. Σαρώνει φέτος η ομάδα.
[1: μσν. σαρώνω < ελνστ. σαρ(ῶ) -ώνω· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. balayer & αγγλ. sweep]