Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαραβαλιάζω
1 εγγραφή
σαραβαλιάζω [saravalázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. σαράβαλο, το διαλύω, το ξεχαρβαλώνω, αχρηστεύω το μηχανισμό του: Mου σαραβάλιασες το ρολόι / το αυτοκίνητο. Tο σπίτι έχει πια σαραβαλιαστεί. Οι πόρτες είναι σαραβαλιασμένες. || για άνθρωπο με πολλά προβλήματα υγείας: Γέρασα και σαραβάλιασα / σαραβαλιάστηκα.

[σαράβαλ(ο) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες