Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σαξ [sáks] Ε (άκλ.) : που έχει έντονο γαλάζιο χρώμα. || (ως ουσ.) το σαξ, το σαξ χρώμα.
[λόγ. < γαλλ. Saxe `πορσελάνη της Saxe΄ (περιοχή της Γερμανίας: Sachsen `Σαξονία΄)]
- σαξονικός -ή -ό [saksonikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στη Σαξονία ή στους Σάξονες.
[λόγ. < αγγλ. ή γαλλ. saxon -ικός]
- σαξοφωνίστας ο [saksofonístas] Ο3 : μουσικός που παίζει σαξόφωνο.
[σαξόφων(ο) -ίστας]
- σαξόφωνο το [saksófono] Ο42 : χάλκινο πνευστό μουσικό όργανο με απλό γλωσσίδι: ~ τενόρο.
[λόγ. < γαλλ. saxophone < ανθρωπων. Adolf Sax (Βέλγος εφευρέτης) -ο- + -phone = -φωνον]