Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σαλέπι το [salépi] Ο44 : α. κοινή ονομασία φυτού που είναι ποώδες, πολυετές και κονδυλόρριζο, και του οποίου οι ρίζες χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ενός θερμαντικού ποτού. β. το ποτό που γίνεται από το παραπάνω φυτό.
[τουρκ. salep (από τα αραβ.) -ι]
- σαλεπιτζής ο [salepidzís] Ο8 : πλανόδιος πωλητής σαλεπιούβ.
[σαλέπ(ι) -ιτζής (πρβ. τουρκ. salepçi)]