Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σακολέβα η [sakoléva] Ο25α : (ναυτ.) 1. τραπεζοειδές πανί πλοίου. 2. τύπος μικρού ιστιοφόρου.
[αντδ. < βεν. sacoleva < μσν. σαγολαίφεα `πανιά καραβιού΄ < ελνστ. σάγ(ος) `τραχύ ύφασμα μανδύα΄ -ο- (< λατ. sag(um) -ος) + αρχ. λαῖφος `πανί καραβιού΄]