Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σαγανάκι το [saγanáki] & σαχανάκι το [saxanáki] Ο44α : μικρό τηγάνι με δύο λαβές. || Aυγά / τυρί / μύδια (στο) ~, τρόπος παρασκευής διάφορων φαγητών μέσα σε σαγανάκι.
[σαγάν(ι), σαχάν(ι) -άκι]