Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σίτιση η [sítisi] Ο33 : (λόγ.) η παροχή και η λήψη τροφής. (έκφρ.) ~ στο πρυτανείο*.
[λόγ. < ελνστ. σίτι(σις) -ση, σφαλερή γραφή σε χγφ. αντί του αρχ. σίτησις (< σιτῶ `σιτίζω΄)]