Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σάκχαρο το [sákxaro] Ο40 : ΣYN ζάχαρο. 1. (χημ.) για οργανικές ενώσεις που περιέχουν άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο· υδατάνθρακες, γλυκίδια. 2. (ιατρ.) α. η περιεκτικότητα του αίματος σε σάκχαρο: Yψηλό / χαμηλό / φυσιολογικό ~. β. η νόσος σακχαρώδης διαβήτης, η οποία οφείλεται σε υψηλότερη από το φυσιολογικό περιεκτικότητα του αίματος σε σάκχαρο· ζαχαροδιαβήτης: Ο ασθενής πάσχει από ~.
[λόγ. < ελνστ. σάκχαρον `ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο΄ (ανατολ. προέλ.) & διεθ. saccharon < ελνστ. σάκχαρον]
- σακχαρο- [sakxaro] & σακχαρό- [sakxaró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & σακχαρ- [sakxar], συχνά όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι το β' συνθετικό: 1. (λόγ.) αναφέρεται, περιέχει, ή έχει σχέση με τη ζάχαρη· (πρβ. ζαχαρο-): ~δοχείο, σακχαρούχος, ~ποιία. 2. (επιστ.) αναφέρεται στην ύπαρξη σακχάρου ή έχει σχέση με τα σάκχαρα: ~γόνος, ~μύκητας, σακχαρόπηκτος, σακχαρουρία. || σε εναλλαγή με το α' συνθετικό ζαχα ρο-: ~διαβήτης.
[λόγ. < διεθ. sacchar(o)- (δες στο σάκχαρο) ως α' συνθ.: σακχαρο-μύκητας < διεθ. saccharo- + myces & μτφρδ. σακχαρο-διαβήτης < γαλλ. diabète sucré]
- σακχαροδιαβήτης ο [sakxaroδiavítis] Ο10 : (ιατρ.) ο σακχαρώδης διαβή της, το ζάχαρο2β.
[λόγ. σακχαρο-2 + διαβήτης μτφρδ. γαλλ. diabète sucré]
- σακχαρομύκητας ο [sakxaromíkitas] Ο5 : (χημ.) μύκητας που αναπτύσσεται σε ζαχαρούχα υγρά και προκαλεί ζύμωση· ζυμομύκητας.
[λόγ. < διεθ. saccharo- = σακχαρο-2 + myces < αρχ. μύκης > μύκητας]
- σακχαρούχος -α -ο [sakxarúxos] Ε4 : (χημ.) που περιέχει σάκχαρο.
[λόγ. σακχαρ(ο)-2 + -ούχος]